La mer au plus près
Η ΘΆΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ.
Ταξιδεύοντας με τη Γαλέρα.
<<Ημερολόγιο καταστρώματος ή στοχασμοί εν πλώ.->>
Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια μου φέρθηκε τίμια. Μετά η θάλασσα εξαφανίστηκε καθώς και όλες μου άλλες οι πολυτέλειες.
<<Ημερολόγιο καταστρώματος ή στοχασμοί εν πλώ.->>
Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια μου φέρθηκε τίμια. Μετά η θάλασσα εξαφανίστηκε καθώς και όλες μου άλλες οι πολυτέλειες.
Η δυστυχία πλέον ήταν αφόρητη. Από τότε, περιμένω. Περιμένω τη τύχη μου να φανεί και το σπίτι με τους γυάλινους τοίχους που πάνω τους γλυστρά συνεχώς νερό περιμένω μια καλή μέρα χωρίς συννεφιά. Κάνω υπομονή και είμαι εξαιρετικά ευγενικός.
Οι συγχωριανοί μου με βλέπουν να διασχίζω τα όμορφα γραφικά δρομάκια του χωριού και να θαυμάζω τα τοπία. Χαίρομαι όπως πολλοί, σφίγγω στις χούφτες μου τα δάκτυλα, νιώθω να μην είμαι αυτός που μιλά.
Οι συνάνθρωποι μου βασικά με εκτιμούν και αυτό μ' αρέσει και όταν ακόμη δεν μου δίνουν σημασία, ελάχιστα με ενοχλεί. Μετά ξεχνάω και σκάω ένα χαμόγελο σε όσους με ενοχλούν ή χαιρετώ ευγενικά αυτούς που συμπαθώ. Τι άλλο μπορώ να κάνω όταν η μνήμη μου δεν με βοηθά;
Τελικά αναγκάζομαι να παραδεχτώ για το ποιος είμαι αλλά ακόμα δεν το φωνάζω.
Εκεί που ξεπερνώ τον εαυτό μου είναι στις κηδείες. Μου αρέσει να ακολουθώ το φέρετρο αργά στα προάστια καθώς περνά ανάμεσα στα παλιοσίδερα που είναι πεταμένα εδώ και κει λες και έχουν βαλθεί να σημειώσουν με το τρόπο τους το γεγονός ενός θανάτου. Μετά παίρνω το δρόμο που δεξιά και αριστερά κανείς, δεν βλέπει τίποτα άλλο από δέντρα από τσιμέντο και φωτάκια του νύχτα. Στο βάθος του δρόμου μια τρύπα χάσκει και περιμένει να με οδηγήσει μέσα στη κρύα αγκαλιά της γης. ..//..
116
..//.. Εκεί κάτω επικρατεί σκότος. Μια άοκνη και συνεχής δραστηριότητα εκτυλίσσεται από τολμηρούς εργάτες γης που ενταφιάζουν τους φίλους μου και μένα σε λίγα μέτρα βάθος.
Εκεί ξαφνικά ένα χέρι ✋ από πηλό μου προσφέρει ένα μπουκέτο λουλούδια. Τα δέχομαι και λέω ευχαριστώ με ένα νεύμα. Είμαι ευτυχισμένος; Ναι ας είμαι και μόνος.
Ξυπνάω μέσα στη νύχτα. Τα μάτια μου τσούζουν από την αλμύρα. Είμαι ξαπλωμένος κοντά στη θάλασσα και αισθάνομαι την ανάσα των κυττάρων της..
Ο άνεμος έρχεται από τη στεριά και φέρνει μαζί του το ευχάριστο σαν μουσική θρόισμα των φύλλων και το μίζερο βουητό της πόλης. Είμαι δυστυχισμένος μέσα στην ευτυχία μου που συντελείται σύμφωνα με κάποια άγνωστη άυλη συνταγή..
Κάποτε ταξιδεύοντας βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και είχα σχεδόν χαθεί ανάμεσα ουρανοξύστες από τσιμέντο και ατσάλι. Εκατομμύρια ανθρώποι περιπλανιόνταν έτρεχαν από δω και από κει χωρίς νόημα και τέλος.
Ένιωθα κάτι να με πνίγει και ήθελα να ουρλιάξω. Μα κάθε φορά που με έπιανε πανικός μια μπαταριά - το σφύριγμα μιας μαύρης και αράχνης μαούνας - μου υπενθύμιζε ότι βρισκόμουν μακρυά και η γλυκιά μου πατρίδα με καλούσε πίσω..//..
Η Θάλασσα από Κοντά
117
..//..
Αυτά που λέτε φίλοι μου. Εγώ που δεν έχω στον ήλιο μοίρα και κεραμίδι στο κεφάλι μου είμαι ευτυχής. Κάθε μέρα για μένα είναι διαφορετική. Πάω όπου θέλω. Κοιμάμαι όπου θέλω. Έχω πάρει διαζύγιο με την δυστυχία και την απελπισία. Οι απελπισμένοι δεν έχουν πατρίδα! Η απέραντη θάλασσα χωρίς αρχή και τέλος είναι πατρίδα τους. Η τρέλα μου είναι ο πόθος πιστός μου σύντροφος. Αυτή με ακολουθεί και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να με βοηθήσει.
Α ναι και κάτι ακόμη.. όσοι αγαπιούνται και ζει ο ένας μακρυά από τον άλλον πονάνε βέβαια αλλά δεν απελπίζονται. Ξέρουν πως η αγάπη αντέχει. Και αν και υποφέρω στην εξορία και τα δάκρυα μου έχουν ξεραθεί στα μάτια μου αλλά ελπίζω και περιμένω τη μέρα του γυρισμού .. //..
115
Journal de bord
J'ai grandi dans la mer et la pauvreté m'a été fastueuse, puis j'ai perdu la mer, tous les luxes alors m'ont paru gris, la misère intolérable. Depuis, j'attends. J'attends les navires du retour, la maison des eaux, le jour limpide. Je patiente, je suis poli de toutes mes forces.
On me voit passer dans de belles rues savantes, j'admire les paysages, j'applaudis comme tout le monde, je donne la main, ce n'est pas moi qui parle. On me loue, je rêve un peu, on m'offense, je m'étonne à peine.
Puis j'oublie et souris à qui m'outrage, ou je salue trop courtoisement celui que j'aime. Que faire si je n'ai de mémoire que pour une seule image? On me somme enfin de dire qui je suis.
<<< Rien encore, rien encore... >>>
C'est aux enterrements que je me surpasse. J'excelle vraiment. Je marche d'un pas lent dans des banlieues fleuries de ferrailles, j'emprunte de larges allées, plantées d'arbres de ciment, et qui conduisent.. ..//..
C'est aux enterrements que je me surpasse. J'excelle vraiment. Je marche d'un pas lent dans des banlieues fleuries de ferrailles, j'emprunte de larges allées, plantées d'arbres de ciment, et qui conduisent.. ..//..
116
..//.. à des trous de terre froide. Là, sous le pansement à peine rougi du ciel, je regarde de hardis compagnons inhumer mes amis par trois mètres de fond. La fleur qu'une main glaiseuse me tend alors, si je la jette, elle ne manque jamais la fosse. J'ai la piété précise, l'émotion exacte, la nuque convena-blement inclinée.
On admire que mes paroles soient justes. Mais je n'ai pas de mérite : j'attends. J'attends longtemps. Parfois, je trébuche, je perds la main, la réussite me fuit. Qu'importe, je suis seul alors. Je me réveille ainsi, dans la nuit, et, à demi endormi, je crois entendre un bruit de vagues, la respiration des eaux. Réveillé tout à fait, je reconnais le vent dans les feuillages et la rumeur malheureuse de la ville déserte. Ensuite, je n'ai pas trop de tout mon art pour cacher ma détresse ou l'habiller à la mode.
D'autres fois, au contraire, je suis aidé. A New York, certains jours, perdu au fond de ces puits de pierre et d'acier où errent des millions d'hommes, je courais de l'un à l'autre, sans en voir la fin. épuisé, jusqu'à ce que je ne fusse plus soutenu que par la masse humaine qui cherchait son issue. J'étouffais alors, ma panique allait crier. Mais, chaque fois, un appel lointain de remorqueur venait me rappeler que cette ville, citerne sèche. ..//..
La mer au plus près
117
..//.. était une île, et qu'à la pointe de la Battery l'eau de mon baptême m'attendait, noire et pourrie, couverte de lièges creux.
Ainsi, moi qui ne possède rien, qui ai donné ma fortune, qui campe auprès de toutes mes maisons, je suis pourtant comblé quand je le veux, j'appa-reille à toute heure, le désespoir m'ignore. Point de patrie pour le désespéré et moi, je sais que la mer me précède et me suit, j'ai une folie toute prête. Ceux qui s'aiment et qui sont séparés peuvent vivre dans la douleur, mais ce n'est pas le désespoir : il savent que l'amour existe. Voilà pourquoi je souffre, les yeux secs, de l'exil. J'attends encore. U jour vient, enfin.. ..//..
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ ..//..
Σελ. 130
L'été
À minuit, seul sur le rivage. Attendre encore, et je partirai. Le ciel lui-même est en panne, avec toutes ses étoiles, comme ces paquebots couverts de feux qui, à cette heure même, dans le monde entier, illuminent les eaux sombres des ports. L'espace et le silence pèsent d'un seul poids sur le cœur. Un brusque amour, une grande œuvre, un acte décisif, une pensée qui transfigure, à cer-tains moments donnent la même intolérable anxiété, doublée d'un attrait irrésistible. Déli-cieuse angoisse d'être, proximité exquise d'un danger dont nous ne connaissons pas le nom, vivre, alors, est-ce courir à sa perte? À nouveau, sans répit, courons à notre perte.
J'ai toujours eu l'impression de vivre en haute mer, menacé, au cœur d'un bonheur royal.
(1953)
Καλοκαίρι. Τέλος βιβλίου..
Έμεινα μόνος στην ακτή. Περίμενα λίγο ακόμα, και μετά αποφάσισα να φύγω. Ο ουρανός ήταν καθαρός χωρις "λεκέδες". Έμοιαζε με κείνα τα υπερωκεάνια που με τα αμέτρητα φώτα τους το σούρουπο φωτίζουν τα σκοτεινά νερά των λιμανιών. Η σιωπή του τοπίου μου βάραινε αφάνταστα τη καρδιά. Ξαφνικά ένιωσα μια ακαταμάχητη δύναμη σαν αυτή που νιώθει κάποιος όταν πρωτοερωτεύεται να αγκαλιάσω την γλυκιά αγωνία της ζωής και να νιώσω το παράξενο συναίσθημα του άγνωστου μέλλοντός μου. Άραγε το να υπάρχεις τίνος είναι θέλημα; Τίνος είναι έργο; Τίνος είναι απόφαση; Θαύμα; Προς τι; Και όταν αυτό πάψει να υφίσταται σημαίνει το τέλος; Ποιο τέλος ; Η καταστροφή; Τίνος και πως εσύ θα το καταλάβεις; Τι σημαίνει τελικά ζωή; Είναι η δικιά σου, η δικιά μου, είναι όλων μας; Ας αναρωτηθούμε φίλοι μου μήπως δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να βαδίζουμε προς την "καταστροφή" μας;
Πάντα είχα την εντύπωση ότι όσο ζω κοντά στην ανοιχτή θάλασσα η ζωή μου δεν απειλείται από τίποτα άλλο παρά από μια απέραντη ανοιχτή σαν τη θάλασσα ευτυχία!..
(1953)
Σημείωση δικιά μου.
Ο Camus έγραψε αυτό το έργο το 1953.
25 Οκτωβρίου 1953 έμελλε να γεννηθώ στο Μελίσσι Κορινθίας μέσα στην αγκαλιά του Κορινθιακού.. που μοιάζει με το Ευβοϊκό..
Αναπόφευκτα ήταν αδύνατο να μεταφράσω τον Camus και να μπω επαρκώς στο πνεύμα του ούτε κατά διάνοια. Έκανα λοιπόν εν dérapage και εξέθεσα την δικιά μου στοχαστική πλοκή. Έστω και έτσι αποζημιώθηκα.
Σε συνδιασμό και με ένα άλλο έργο ενός ποιητικού φίλου μου του Σωτήρη Βαρνάβα αποφάσισα συζητώντας με την Βούλα του Γκιολή να γυρίσω πνευματικά στο χωριό μου το Μελίσσι στις ρίζες μου και να γράψω για αυτές. Αφορμή επίσης μου έδωσαν διάφορες ερωτήσεις για τη ζωή μου από τον γιο μου το ζωγράφο Χρήστο ισχυρό εκλεκτικό και ανήσυχο πνεύμα αναζητητής της ομορφιάς της ζωής που ακατάπαυστα τις ανακαλύπτει κάθε στιγμή και της αποτυπώνει..
Χρήστος Σ. Ρουμελιώτης
30/10/2025
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ ..//..
124
Καλοκαίρι // Προβληματισμός
Είχα σχεδόν αποκοιμηθεί ξαπλωμένος στον ήλιο. Ξαφνικός κα ένας τρομερός θόρυβος με έκανε να πεταχτώ.
Ήμουν μισοκοιμισμένος κάτω από τον ήλιο των δύο η ώρα όταν ένας τρομερός θόρυβος με ξύπνησε. Είδα τον ήλιο στο βυθό της θάλασσας, κύματα να βασιλεύουν στον θυελλώδη ουρανό. Ξαφνικά, η θάλασσα έκαιγε, ο ήλιος έτρεχε μέσα, παγωμένες σταγόνες στο λαιμό μου. Γύρω μου, οι ναύτες γελούσαν και έκλαιγαν. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον αλλά δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν ο ένας τον άλλον. Εκείνη την ημέρα, αναγνώρισα τον κόσμο για αυτό που ήταν. Αποφάσισα να δεχτώ ότι το καλό του ήταν ταυτόχρονα κακόβουλο και οι κακοήθειές του ωφέλιμες. Εκείνη την ημέρα, κατάλαβα ότι υπήρχαν δύο αλήθειες, η μία από τις οποίες δεν πρέπει ποτέ να ειπωθεί.
124
L'été
Je dormais à demi sous le soleil de deux heures quand un bruit terrible me réveilla. Je vis le soleil au fond de la mer, les vagues régnaient dans le ciel houleux. Soudain, la mer brûlait, le soleil coulait à longs traits glacés dans ma gorge. Autour de moi, les marins riaient et pleuraient. Ils s'aimaient les uns les autres mais ne pou-vaient se pardonner. Ce jour-là, je reconnus le monde pour ce qu'il était, je décidai d'accepter que son bien fût en même temps malfaisant et salutaires ses forfaits. Ce jour-là, je compris qu'il y avait deux vérités dont l'une ne devait jamais être dite.

Comments
Post a Comment