Λιβαθινός, Σχολιασμός, Άντα



Η φράση του «ακαδημαϊκού»Στάθη Λιβαθινού «θα μιλήσω με τον Σαίξπηρ, όχι με τη Γάζα» δεν αποτελεί απλώς μια τυχαία και αθώα πολιτιστική επιλογή, είναι πολιτική δήλωση συνενοχής. Όταν ένας σκηνοθέτης, που κατέχει μάλιστα έδρα «Σκηνικής Τέχνης» στην «Ακαδημία Αθηνών», δηλώνει πως προτιμά τον Shakespeare από τη Γάζα, δηλώνει πως η σκηνή δεν είναι χώρος μαρτυρίας, αλλά αποστείρωσης. Δεν πρόκειται για αισθητικό δόγμα, φίλες και φίλοι, πρόκειται για ιδεολογικό εκτροχιασμό. Το θέατρο, αντί να λειτουργήσει ως επιτελεστική ανάσχεση του θανάτου, μετατρέπεται σε καταφύγιο «προνομίου», σιωπής και κουλτούρας χωρίς σώμα. Ο Shakespeare δεν σώζει, κύριε «ακαδημαϊκέ» αν απουσιάζει η Γάζα, τότε ο Hamlet είναι σκηνικό ψεύδος, όχι συνείδηση. Ο Λιβαθινός, μέσα από τη «νηφάλια» αδιαφορία του, επιβεβαιώνει αυτό που ονομάζεται «μεταβιοπολιτική εξουδετέρωση»: η σκληρότητα του κόσμου δεν είναι πια γεγονός προς αναπαράσταση, αλλά πληροφορία προς αχρήστευση. Η θεατρική πράξη, αν δεν διαρρηγνύει το συμβολικό πεδίο με το πραγματικό της βίας, είναι συνένοχη με το σύστημα που την παράγει. Κι όταν κάποιος μιλά για το θέατρο αλλά όχι για τη Γάζα, δεν καταφεύγει στον Shakespeare, καταφεύγει στο σάβανο της ηθικής του αμνησίας. Δεν είναι απλώς απολιτικός, είναι φορέας της πιο ριζικής πολιτικής: αυτής που έχει μάθει να σιωπά μπροστά στο αίμα, με πρόφαση τον λόγο. Ντροπή ντροπή ντροπή είπε ο Manos Lambrakis
Mεγαλύτερος σχολιασμός της συνέντευξης εδώ:
https://www.facebook.com/share/1NpX7QGDYT/?mibextid=wwXIfr
Ναι Άντα. Μου αρκούν τα λόγια σου. Αν όμως μου έρθει κάποια στιγμή θα μπω στην συνέντευξη θα την κάνω copy paste και θα δημιουργήσω ένα tag Πχ Λιβαθινός σε ένα blogspot μου και θα την αναλύσω με το δικό μου τρόπο. Δεν λέω να την αποδόμηση καλοπροαίρετα. Αλλά όπως και συ, αδελφέ μου, να αντιπαραβάλω με τις δικές μου απόψεις φράση προς φράση ή φάση προς φάση. Τότε ξαναμιλάμε.
Κοίτα το παρακάτω παράδειγμα.
Αλλά ξέρεις καλομάθαμε στο φέϊςμπουκισμό. Ποιος κάθεται τώρα να αναλύσει και να συζητήσει πού πότε γιατί αφού <<όλα τα ξέρω>> ..!

 
 
Στάθης Λιβαθινός Θέατρο Σκηνοθέτης Συνέντευξη
Ο Στάθης Λιβαθινός στον Δανίκα: «Για τη σκληρότητα του κόσμου θα μιλήσω με Σαίξπηρ, όχι με Γάζα»
25.06.2025 08:19
Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης μιλά για το θέατρο, τη Ρωσία, την τηλεόραση, τους νέους ηθοποιούς, τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και τους «σκηνοθέτες με το μαστίγιο»
Ο Στάθης Λιβαθινός στον Δανίκα: «Για τη σκληρότητα του κόσμου θα μιλήσω με Σαίξπηρ, όχι με Γάζα»
Δύο πράγματα συνέβαλαν στη μετακίνησή μου κατά μεριά θεάτρου. Το πρώτο, η ανάδειξη του Στάθη Λιβαθινού ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Ο πρώτος, θεατρικός σκηνοθέτης της πρακτικής. Είχε προηγηθεί ο Σπύρος Ευαγγελάτος, αλλά για την έδρα Θεατρολογίας.
Το δεύτερο ο απύθμενος ρομαντισμός του. Η θεατρική του παιδεία στη Μόσχα τον μετέτρεψε σε μόνιμο κάτοικο του ρομαντισμού και της ουτοπίας. Οταν μου είπε τη φράση «στη Ρωσία (σ.σ.: εννοούσε του υπαρκτού σοσιαλισμού) τι μπορούσαν να καταναλώσουν οι άνθρωποι; Μόνο παιδεία, τέχνη, κουλτούρα».
Είναι 65, αλλά δεν του φαίνεται. Και δεν του φαίνεται επειδή είναι γυμνασμένος, λιτοδίαιτος, αεικίνητος. Κάθε μέρα κυκλοφορεί με τα πόδια. Προσέχει το σώμα του, όσο προσέχει το μυαλό του.
Η καταγωγή του καθοριστική. Είναι ανιψιός του Μάνου Κατράκη. Οι σπουδές του στη Μόσχα από τις καλύτερες περγαμηνές που μπορεί να ονειρευτεί κάθε εραστής του θεάτρου. Η μανία του το κλασικό θέατρο. Θεός του ο Σαίξπηρ. Ημίθεος ο Τσέχοφ.
Και πάνω απ’ όλα η αξιοπρέπειά του. Δεν την διαπραγματεύεται με κανένα αντίτιμο. Πώς να το κάνουμε, υπάρχουν πλάσματα ανάμεσά μας που οι αξίες τους, οι μνήμες τους και οι αρχές τους παραμένουν αδιαπραγμάτευτες. Η κόκκινη γραμμή τους.
Και κάτι για την πολιτική. Αν και από σπόντα διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επί ΣΥΡΙΖΑ, όταν τον ρώτησα αν ανήκει σ’ αυτό το κόμμα, μου είπε κάτι που στη συνέχεια με παρακάλεσε να μην το γράψω. Το σεβάστηκα.
Ο Στάθης Λιβαθινός στον Δανίκα: «Για τη σκληρότητα του κόσμου θα μιλήσω με Σαίξπηρ, όχι με Γάζα»
Και κάτι ακόμα. Ανέβασε αρχαία τραγωδία στο Πεκίνο με δεκατρείς Κινέζους και δύο Ελληνίδες, η μία ήταν η Στεφανία Γουλιώτη.
Σχετικά με την περιρρέουσα δυσάρεστη ατμόσφαιρα που λέει ότι «το θέατρο ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι», ο Στάθης Λιβαθινός απαντάει: «Προστατεύω το επάγγελμά μου και την ηθική του επαγγέλματος, είναι δυνατόν να συμφωνήσω με μια χυδαιότητα;».
Σκηνή 1η: Ενας παθιασμένος εραστής του θεάτρου έγινε Ακαδημαϊκός ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ: Για πες μου τι έγινε με την Ακαδημία;
ΣΤΑΘΗΣ ΛΙΒΑΘΙΝΟΣ: Η Ακαδημία δημιούργησε για πρώτη φορά έδρα θεατρικής τέχνης.
Δ.Δ.: Την οποία κατέχεις τώρα εσύ. Πως έγινε αυτό;
Σ.Λ.: Υπέβαλα τα χαρτιά μου, κατά προτροπή κάποιων ανθρώπων. ενας από αυτούς, τον οποίο μπορώ να αναφέρω, ήταν ο Βασίλης Πουλαντζάς, ο πρόεδρος του Εθνικού Θεάτρου. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος με έζησε και στο Εθνικό, με έζησε και στο Κεφαλληνίας και, με κάποιους ανθρώπους ακόμα, μου το πρότεινε. Ξέροντας ότι εγώ έχω επιλέξει ποιο αποτύπωμα θέλω να αφήσω στο θέατρο. Οχι τόσο τις παραστάσεις, γιατί αυτές έρχονται και παρέρχονται, παρόλο που αυτή είναι η ζωή μου και αυτή είναι η δουλειά μου. Αλλά το να μπορέσω μέσα από την Ακαδημία να παρέμβω και να βοηθήσω στο τεράστιο θέμα που λέγεται θεατρική εκπαίδευση. Το οποίο είναι το φλέγον θέμα, όπως και η παιδεία είναι το φλέγον θέμα της χώρας μας, αυτό είναι κάτι που το θέλω σίγουρα.
Δ.Δ.: Οπότε έγινες μέλος της Ακαδημίας χθες το βράδυ (σ.σ.: την περασμένη Τρίτη).
Σ.Λ.: Είμαι ο πρώτος θεατρικός σκηνοθέτης που μπαίνει ως πρακτικός του θεάτρου στην Ακαδημία. Ηταν και ο Σπύρος Ευαγγελάτος ως θεατρολόγος και φιλόλογος θεατρολόγος σε άλλη έδρα. Αυτή τώρα είναι νέα έδρα. Είχα την τιμή να με προλογίσει ένας άνθρωπος που θαυμάζω, ο Μιχάλης Σταθόπουλος. Ενας από τους μεγαλύτερους νομικούς, καθηγητής Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός.
Δ.Δ.: Και η διαδρομή σου;
Σ.Λ.: Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στα Εξάρχεια.
Δ.Δ.: Και πήγες στη Ρωσία.
Σ.Λ.: Εκεί άλλωστε με συνάντησες ως μεταφραστή σου, το 1993. Σπούδασα από το 1984 μέχρι το 1990 στη Μόσχα, στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Ρωσίας.
Σκηνή 2η: «Τι να καταναλώσεις στη Ρωσία; Μόνο Παιδεία, Τέχνη και κουλτούρα»
Δ.Δ.: Κοίτα συμπτώσεις. Εκείνη τη χρονιά ο μακαρίτης Κώστας Κουτσομύτης, πασίγνωστος σκηνοθέτης για τις ποιοτικές, τηλεοπτικές του επιτυχίες, όπως τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», μου πρότεινε να γράψω το σενάριο μιας μίνι σειράς για τη ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη για λογαριασμό του AΝΤ1. Γι’ αυτό βρεθήκαμε στη Μόσχα, για να συναντήσουμε τον Σήφη, τον γιο του Ζαχαριάδη και της Ρούλας Κουκούλου. Τελικά η σειρά δεν έγινε. Τέλος πάντων
Σ.Λ.: Τα θυμάμαι όλα αυτά.
Δ.Δ.: Ποια η εμπειρία σου από το Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας;
Σ.Λ.: Ηταν μια από τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή μου. Είχα την τύχη να συναντήσω σημαντικούς ανθρώπους να μαθητεύσω κοντά τους, όπως ο Αντρέι Γκοντσαρόφ, ο Μαρκ Ζαχάροφ και άλλοι πολλοί. Ετσι να μπορέσω κι εγώ να αποκτήσω και καλούς μαθητές και να ευλογηθώ με αυτό. Γιατί νομίζω ότι αυτό είναι και το αποτύπωμα που έχω επιλέξει να αφήσω.
Δ.Δ.: Πώς ήταν η κατάσταση στη Ρωσία τότε;
Σ.Λ.: Τότε ήταν μια πολύ ρομαντική εποχή, όπου τα πολιτικά θέματα ήταν λυμένα, γιατί κανείς δεν περίμενε ότι θα αλλάξει οτιδήποτε, ούτε στο όνειρό του. Αλλο αν ήρθε το ’91 και μετά άλλαξαν όλα. Ηταν μια χώρα που επειδή δεν είχε πολλά πράγματα να καταναλώσει, κατανάλωνε παιδεία, τέχνη, κουλτούρα, όλα αυτά: θέατρο, χορό, λογοτεχνία. Δεν υπήρχε περίπτωση να κυκλοφορήσει ένα καινούριο βιβλίο και να το βρεις την επόμενη μέρα, είχε ήδη εξαντληθεί. Ηταν μέσα στις κοινωνικές προτεραιότητες και τις κοινωνικές ανάγκες αυτό. Αλλωστε το θέατρο εκεί ήταν και ένας τρόπος να ειπωθούν μεγάλες αλήθειες έμμεσα, και λίγο κάτω από το τραπέζι, και λίγο πάνω από τα σύννεφα...
Δ.Δ.: Στη Ρωσία δούλεψες και ως σκηνοθέτης;
Σ.Λ.: Φυσικά, η διπλωματική μου παράσταση έμεινε έντεκα χρόνια στο ρεπερτόριο του θεάτρου Μαγιακόφσκι. Η παράσταση με το έργο «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί». Το οποίο το ξανανέβασα πριν από έναν χρόνο στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Μετά από 30 χρόνια, έτσι για να το θυμηθώ λίγο. Ηταν μια ευτυχισμένη στιγμή. Ημασταν πολύ δοσμένοι σε αυτό. Και αυτού του είδους την εμπιστοσύνη και την αφιέρωση στο θέατρο νομίζω ότι είναι κάτι που κανείς πρέπει να το μεταφέρει και στους άλλους. Είναι σοβαρή δουλειά και θέλει πάθος.
Δ.Δ.: Ποια η διαφορά μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας στο θέατρο, στην παιδεία;
Σ.Λ.: Εκεί η παιδεία είναι ριζωμένη. Η παιδεία είναι οι άνθρωποι που τη μεταφέρουν. Εχουν τεράστια παράδοση, η οποία μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Υπάρχει μία ψεύτικη πολυφωνία με κάποιους λίγους, ελάχιστους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν με κάποιο τρόπο να πουν κάτι, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ μόνοι. Και βέβαια υπάρχει το θέμα του προγράμματος σπουδών και του περιεχομένου των σπουδών ενός ηθοποιού και ενός σκηνοθέτη, το οποίο είναι στην Ελλάδα άγνωστο ακόμα σε πολλά επίπεδα. Δεν λειτουργεί ακόμα ως ένα ενιαίο σύστημα μετάδοσης γνώσεων και εμπειρίας, ούτε στον νέο ηθοποιό ούτε στον νέο σκηνοθέτη. Και λέω «στον νέο σκηνοθέτη» επειδή είχα την τύχη, πριν φύγω από το Εθνικό, να ιδρύσω το Τμήμα Σκηνοθεσίας που δεν υπήρχε και ήταν ένα όνειρό μου 30 ετών. Το έφτιαξα το 2018.
Σκηνή 3η: Ο ανιψιός του Μάνου Κατράκη Δ.Δ.: Πότε ήσουν διευθυντής στο Εθνικό;
Σ.Λ.: Την τετραετία 2015-2019 επί ΣΥΡΙΖΑ.
Δ.Δ.: Είσαι Συριζαίος δηλαδή.
Σ.Λ.: Καμία σχέση. Δεν είχα καμία σχέση με την πολιτική, ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό το ήξερε ο ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και όταν μπήκα γράφτηκε παντού ότι είμαι μια μη πολιτική επιλογή. Και γι’ αυτό δεν φωτογραφήθηκα ποτέ με πολιτικούς και δεν θα το κάνω. Ποτέ δεν επιθύμησα να έχω σχέση ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε με κανένα άλλο κόμμα. Η δικιά μου δουλειά είναι το θέατρο. Τότε συνέβη μια αναποδιά με τον προηγούμενο διευθυντή του Εθνικού, τον Χατζάκη, ο οποίος έφυγε λίγο πιο νωρίς από ό,τι προβλεπόταν. Και επειδή είχα διατελέσει για 7 χρόνια διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης με κάλεσε και μου ζήτησε να αναλάβω.
Δ.Δ.: Παρ’ όλα αυτά, είσαι πολιτικό πρόσωπο.
Σ.Λ.: Μέσω της δουλειάς μου όμως. Δεν εκφράζω δημόσια πολιτικές απόψεις ποτέ. Και δεν θα το κάνω.
Δ.Δ.: Η πολιτική πάντως μέσα στις φλέβες σου είναι.
Σ.Λ.: Μα, υπάρχει πιο πολιτική δουλειά από το θέατρο; Κοίταξε, αν ήθελα να είμαι πολιτικό πρόσωπο, είχα δρόμους. Είμαι ανιψιός του Μάνου Κατράκη από την πλευρά της γιαγιάς μου, ήταν αδελφή του Κατράκη.
Δ.Δ.: Σε επηρέασε η συγγένειά σου με τον Κατράκη;
Σ.Λ.: Πάρα πολύ. Και καθόρισε και τις σχέσεις μου με τη Ρωσία, την οποία είχα αγαπήσει ως μια θεατρική χώρα.
Δ.Δ.: Φοβερό οδοιπορικό έχεις, μπαγάσα. Κατράκης, Ρωσία, Περεστρόικα, Ελλάδα, Πειραματική, Εθνικό και τώρα Ακαδημία.
Σ.Λ.: Πρόκληση είναι όλοι αυτοί οι σταθμοί, δεν είναι ούτε καταξίωση, ούτε ανταμοιβή, ούτε τίποτα. Εγώ κάθε μέρα ξεκινάω από την αρχή. Είναι ένας τρόπος να βρω πράγματα, να προσφέρω και να κάνω.
Δ.Δ.: Στο ελεύθερο θέατρο πολύ;
Σ.Λ.: Σχεδόν μόνο εκεί έχω δουλέψει. Οσο ήμουν στο Εθνικό έκανα τα λιγότερα απ’ όσα έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Θεώρησα ότι αυτή η θέση ήταν για να προσφέρω, όχι για να δείχνω τις παραστάσεις μου. Εκανα στα τέσσερα χρόνια μία παράσταση στο χειμωνιάτικο ρεπερτόριο, και αυτή στο Rex. Τον «Τίμωνα τον Αθηναίο». Και θεωρώ ότι έκανα σωστά για να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου.
Σκηνή 4η: «Δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι. Είτε μέσω τηλεόρασης είτε μέσω διαφήμισης. Είναι όλο ψέμα, φρούδες ελπίδες»
Δ.Δ.: Και μετά το Εθνικό;
Σ.Λ.: Το ’19 με βρίσκει στο Πεκίνο να σκηνοθετώ στο Εθνικό Θέατρο της Κίνας τον «Αγαμέμνονα».
Δ.Δ.: Σε κάλεσαν οι Κινέζοι; Με Κινέζους ηθοποιούς τον ανέβασες;
Σ.Λ.: Με Κινέζους ηθοποιούς, συν τη Στεφανία Γουλιώτη και την Αντιγόνη Φρυδά.
Δ.Δ.: Ποια η γνώμη σου για τη Στεφανία;
Σ.Λ.: Θεωρώ ότι είναι μια κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός - τη διακρίνει το πάθος της για δουλειά και η σοβαρότητά της.
Δ.Δ.: Η κορυφαία, θα έλεγα.
Σ.Λ.: Εντάξει, δεν μ’ αρέσει να μιλάω συγκριτικά και να λέω 1ος, 2ος, 3ος. Γιατί ο ηθοποιός κρίνεται στη διάρκεια, όπως και ο σκηνοθέτης.
Δ.Δ.: Πήγες λοιπόν στην Κίνα με τη Γουλιώτη και τη Φρυδά και οι άλλοι ήταν Κινέζοι.
Σ.Λ.: Από τους 15 ηθοποιούς, ήταν δύο Ελληνίδες και 13 Κινέζοι. Στη σκηνή μιλούσαν ελληνικά και κινέζικα. Πολύ ιδιαίτερο, περίεργο, άκρως ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου. Η Γουλιώτη έπαιξε την Κλυταιμνήστρα. Θεωρώ ότι είναι ένας από τους καλύτερους ρόλους της. Και παρόλο που ήταν τριών μηνών έγκυος τότε, το πάθος της και η εργατικότητά της είναι κάτι που θα το συνιστούσα προς μελέτη στους νεότερους ηθοποιούς. Γιατί τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό, όσο κι αν πολλές φορές προσπαθούν κάποιοι να πείσουν τους νέους ηθοποιούς ότι υπάρχουν εύκολοι δρόμοι. Είτε μέσω τηλεόρασης είτε μέσω διαφήμισης. Είναι όλο ψέμα, είναι φρούδες ελπίδες.
Δ.Δ.: Κάνει κακό η τηλεόραση σε έναν ηθοποιό, τον φθείρει;
Σ.Λ.: Νομίζω πολύ.
Δ.Δ.: Η Δανδουλάκη μού έλεγε το αντίθετο.
Σ.Λ.: Εξαρτάται πώς το κάνει κανείς. Η Δανδουλάκη είναι μια ηθοποιός που εκτιμώ ιδιαίτερα και η συνεργασία μαζί της στην Επίδαυρο είναι για μένα μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Γιατί ο πραγματικός ηθοποιός, όσο μεγάλος κι αν είναι, λειτουργεί ως μαθητής επάνω στη σκηνή. Και τότε καταλαβαίνεις ότι τον διακρίνουν ήθος, σεμνότητα και μεγαλείο - ταυτόχρονα.
Δ.Δ.: Και μετά την παράσταση στο Πεκίνο;
Σ.Λ.: Μετά γύρισα και ξεκίνησα να δουλεύω εδώ με την ομάδα μου. Εχουμε μια από τις παλαιότερες ομάδες στην Ελλάδα, από το 2001. Πρόσφατα έφυγε ο Δημήτρης Ημελλος από κοντά μας. Κι αυτός μαθητής μου, κομμάτι όλων μας.
Δ.Δ.: Μαθητής σου;
Σ.Λ.: Το ’92. Και σπούδασε και στη Μόσχα, το 1996.
Δ.Δ.: Η ομάδα αυτή πότε έγινε;
Σ.Λ.: Το 2001 με την αρχή της Πειραματικής Σκηνής, που είχα την τύχη να μου αναθέσει ο Νίκος Κούρκουλος τότε. Θα ήταν τα ωραιότερα εφτά χρόνια της ζωής μας.
Δ.Δ.: Ποιοι άλλοι ήταν στην ομάδα εκτός από τον Ημελλο;
Σ.Λ.: Οταν ξεκινήσαμε ήταν η Ναυπλιώτου, ο Ανδρέου, ο Καρδώνης, η Σαββίδου, ο Τρουπάκης μεταξύ των άλλων.
Σκηνή 5η: «Οι σκηνοθέτες μεταξύ τους τσακώνονται και συγκρούονται όταν δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο»
Δ.Δ.: Και τώρα;
Σ.Λ.: Τώρα ετοιμάζω το «Τρίτο στεφάνι» με την ομάδα μου. Μετά την «Τουραντό» που ανεβάσαμε στο Κυκλάδων και το «Ημερολόγιο ενός τρελού» που έκανα στο Κεφαλληνίας, θα έρθει το «Τρίτο Στεφάνι» στο Θέατρο Τέχνης. Με όλη μου την ομάδα. Είναι μια καινούρια, πολύ ταλαντούχα φουρνιά νέων ηθοποιών, όπως η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, ο Στάθης Κόικας, ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος. Και είναι και οι παλιότεροι: Τρουπάκης, Σαββίδου, Καρδώνης, Ανδρέου...
Δ.Δ.: Από τη θεατρική σοδειά ξεχωρίζεις κάποια πράγματα; Τον Τερζόπουλο, για παράδειγμα, τον ξεχωρίζεις;
Σ.Λ.: Δεν τον ξεχωρίζω εγώ, ξεχωρίζει μόνος του. Είναι ταμένος στο θέατρο με τον δικό του τρόπο, και αυτό το σέβομαι απόλυτα. Οι καλλιτεχνικές μας γλώσσες και η αισθητική μας δεν νομίζω ότι συναντιούνται πουθενά - αλλά αυτό κάνει τα πράγματα πάντοτε καλύτερα. Ενας μεγάλος του θεάτρου έλεγε: «Οι σκηνοθέτες μεταξύ τους τσακώνονται και συγκρούονται όταν δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο. Οταν δουλεύουν διαφορετικά, τα πάνε μια χαρά». Σέβομαι πάρα πολύ την πολυγλωσσία του θεάτρου. Σωσίβιο σωτηρίας για το θέατρο.
Δ.Δ.: Και η αισθητική που καλλιεργούν οι θεατρικές σχολές;
Σ.Λ.: Η αισθητική δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Είναι ένα κομμάτι που περιέχεται μέσα σε κάτι συνολικότερο, σε κάτι μεγαλύτερο. Και νομίζω ότι η αισθητική θα αναδειχθεί όταν θα υπάρξει βάθος και περιεχόμενο στα πράγματα. Πιστεύω ότι η θεατρική παιδεία αυτή τη στιγμή -πολλές φορές, όχι πάντα- κινείται αρκετά επιφανειακά, γιατί στερείται συστήματος και μεθοδολογίας. Και όταν λέω συστήματος, δεν εννοώ συστήματος Στανισλάφσκι απαραίτητα. Αλλωστε ο Στανισλάφσκι είναι ένας πλανήτης από μόνος του. Εννοώ την ουσιαστική, ταυτόχρονη παρουσία ομοϊδεατών γύρω από ταλαντούχους νέους μαθητές.
Δ.Δ.: Ο Λευτέρης Βογιατζής δεν ήταν μια σχολή;
Σ.Λ.: Οχι. Ηταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος, ο οποίος δούλευε με τον τρόπο που καταλάβαινε ο ίδιος. Τον αγαπούσα και τον τιμούσα για το ταλέντο του και για την περιέργειά του. Εχω παίξει στον «Κατσούρμπο» και ήμουν και βοηθός του εκεί. Εχουμε ανταλλάξει πάρα πολλές κουβέντες και υπήρχε ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον του ενός για την δουλειά του άλλου. Ο Λευτέρης βρισκόταν πάντοτε σε μια διαδικασία ψαξίματος και πολλές φορές έχανε πολύτιμο χρόνο για να ανακαλύψει κάτι. Ηθελε να βρίσκεται σε μια αέναη έρευνα, αυτό ήταν η κατάρα του και η ευλογία του μαζί.
Δ.Δ.: Και του Κουν ήτανε.
Σ.Λ.: Του Κουν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Ας μην ξεχνάμε ότι επέλεξε να ονομάσει το θέατρό του «Θέατρο Τέχνης». Αυτό λέει πολλά. Γιατί σφραγίστηκε από την εμπειρία του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, ήξερε πού πήγαινε, ήταν διαβασμένος και σφράγισε, όπως οφείλει να κάνει κάθε θεατράνθρωπος, μια μεθοδολογία της ρωσικής σχολής με την ελληνικότητά του, το ταλέντο του και την ανεπανάληπτη προσωπικότητά του. Και νομίζω ότι αυτό το ανεπανάληπτο της προσωπικότητας του καθενός είναι απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε σχολή και σε κάθε μέθοδο. Μέθοδος που να εφαρμόζεται διά αλληλογραφίας δεν υπάρχει, και ειδικά στη δουλειά μας.
Σκηνή 6η: «Πολλά νέα ταλέντα που θέλουν καλλιέργεια, θέλουν φωνή, και δεν έχουν τα χρήματα να το δείξουν αυτό»
Δ.Δ.: Υπάρχουν πολλοί «πειρατές» στο θέατρο; Ασχετοι, τυχάρπαστοι;
Σ.Λ.: Αυτό το κρίνει ο χρόνος. Τώρα κάνουμε το φεστιβάλ «Αδειος Χώρος» στο Κυκλάδων με επτά νέες ομάδες. Το λέμε έτσι για να τιμήσω αυτό που κάναμε κάποτε στην Πειραματική. Δίνουμε σκηνικά, φώτα, τεχνικούς στα νέα παιδιά, χωρίς εισιτήριο βέβαια, για να δείξουν τη δουλειά τους. Αυτό που βλέπω είναι άνθρωποι που θέλουν να δείξουν τη δουλειά τους - και έτσι πρέπει να συμβαίνει. Οχι μόνο στην Αθήνα, θα ’πρεπε να συμβαίνει και σε άλλες πόλεις. Ολα κινούνται και περιστρέφονται αθηνοκεντρικά. Αυτό το πρόβλημα! Και υπάρχουν πολλά νέα ταλέντα και άνθρωποι που θέλουν καλλιέργεια, θέλουν φωνή, και δεν έχουν τα χρήματα να το δείξουν αυτό.
Δ.Δ.: Θα πήγαινες στην επαρχία;
Σ.Λ.: Πήγα στην επαρχία ως Εθνικό Θέατρο. Οταν μπορούσα, το έκανα.
Δ.Δ.: Θα μπορείς να πας τώρα που είσαι ελεύθερος, ανεξάρτητος, με την ομάδα σου, να δουλέψεις εκεί; Να πας στη Λαμία, να πας στην Καβάλα;
Σ.Λ.: Φυσικά και θα πήγαινα και θα ήμουν πάντα ανοιχτός και να διδάξω και να ανεβάσω παραστάσεις. Αλλά δεν μπορώ να πάω και να παρακαλάω «δώστε μου να ανεβάσω μια παράσταση». Πήγα Θεσσαλονίκη - δεν είναι επαρχία, είναι όμως βόρεια Ελλάδα. Και, πιστέψτε με, η θεατρική ζωή της Θεσσαλονίκης εξαρτάται πολύ από ένα και μόνο θέατρο, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Δυστυχώς. Και δεν μπορεί ένας Αστέρης Πελτέκης και ένα Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος να τα κάνουν όλα. Εγώ θα ’θελα να υπήρχε ένας πυρήνας θεατρικός, ή έστω καλλιτεχνικός, σε κάθε πόλη.
Δ.Δ.: Αυτό ήταν το όραμα της Μελίνας με τα δημοτικά θέατρα. Απέτυχε τελικά;
Σ.Λ.: Δεν νομίζω ότι απέτυχε. Δεν πρέπει να τα κρίνουμε όλα μόνο με τον δικό μας χρονικό ορίζοντα. Εγώ πιστεύω ότι αυτά θέλουν χρόνο, διάρκεια. Κάνουν κι αυτά μια τεράστια καμπύλη, μπορεί να επανέλθουν. Στην Πάτρα, ας πούμε, γνωρίζω ότι ο Θοδωρής Αμπαζής έκανε πολλά σημαντικά πράγματα. Ρφτιαξε και σχολή εκεί. Είναι μια αρχή και χρειαζόμαστε πολλές τέτοιες μικρές αρχές. Δεν μπορεί να γίνουν όλα αμέσως.
Δ.Δ.: Τηλεόραση έχεις κάνει;
Σ.Λ.: Οχι.
Δ.Δ.: Θα έκανες;
Σ.Λ.: Οχι.
Δ.Δ.: Γιατί; Αν σου έλεγε κάποιος «κύριε Λιβαθινέ, θέλουμε μια μίνι σειρά έξι επεισοδίων με ένα καλό μπάτζετ για να το διαχειριστείτε», θα το έκανες;
Σ.Λ.: Μόνος μου, χωρίς κινηματογραφικό σκηνοθέτη, όχι. Γιατί σέβομαι τις τέχνες και πιστεύω ότι κινηματογράφος είναι άλλη τέχνη από το θέατρο, εντελώς άλλη. Εχω την τύχη να γνωρίζω και να έχω συναναστραφεί καλούς κινηματογραφιστές, όπως ας πούμε τον Καραντινάκη, τον Αβρανά, που είναι δύο μεγάλες ελπίδες για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Δ.Δ.: Τον Λάνθιμο τον έχεις γνωρίσει;
Σ.Λ.: Οχι.
Δ.Δ.: Θα μπορούσε ο Λάνθιμος να κάνει θέατρο;
Σ.Λ.: Δεν το γνωρίζω αυτό, δεν έχει παρά να προσπαθήσει. Ο κινηματογράφος και το θέατρο είναι δύο απολύτως διαφορετικές τέχνες και βάζουν τον ηθοποιό σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Και επίσης, έχει συμβεί επανειλημμένως και συμβαίνει σχεδόν πάντα, σπουδαίοι ηθοποιοί του θεάτρου -αξιοπερίεργο αυτό- να είναι πολύ σπουδαίοι ηθοποιοί του κινηματογράφου, στην Ευρώπη. Σπάνια συμβαίνει το αντίθετο.
Δ.Δ.: Στην Ελλάδα, όμως, οι ηθοποιοί που παίζουν στα σίριαλ χρησιμοποιούνται σωστά ή φθείρονται;
Σ.Λ.: Δεν γνωρίζω γιατί δεν βλέπω σίριαλ. Εκείνο που ξέρω από τη διαίσθησή μου και από τα ελάχιστα που διαβάζω ή παρακολουθώ είναι ότι το επίπεδο προβληματισμού και περιεχομένου δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι. Νομίζω ότι καταναλώνεται πολύς χρόνος και πολύ χρήμα σε πράγματα που νομίζουμε ότι «αυτά θέλει ο κόσμος». Δεν συμφωνώ με αυτό, ο κόσμος χρειάζεται κάτι καλύτερο.
Σκηνή 7η: Ο σκηνοθέτης το απόλυτο αφεντικό, δεν υπάρχει δημοκρατία στο θέατρο
Σ.Λ.: Το απόλυτο.
Δ.Δ.: Δεν υπάρχει δημοκρατία στο θέατρο και στον έρωτα, αυτή είναι η γνώμη μου.
Σ.Λ.: Για τον έρωτα δεν ξέρω, είναι πολύ προσωπική υπόθεση του καθενός. Για το θέατρο μπορώ να πω ότι εξαρτάται - δεν είναι όλα τα είδη θεάτρου το ίδιο και δεν είναι όλοι σκηνοθέτες ακριβώς το ίδιο. Ο σκηνοθέτης που κρατάει το μαστίγιο είναι μια ψεύτικη εικόνα που περνάει μέσα από πολύ επιπόλαιες κρίσεις για το λειτούργημα αυτό. Πρόκειται για μια επιστημονική δουλειά - και επιστημονική δουλειά με μαστίγιο δεν υπάρχει. Μόνο με πειθώ και μεθοδολογία. Με μαστίγιο, ταλαντούχους ηθοποιούς δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις. Αλλο η πειθαρχία, και άλλο καταπίεση και προσβολή.
Δ.Δ.: Ναι, αλλά η γνώμη του σκηνοθέτη είναι εκείνη που μετράει.
Σ.Λ.: Δεν είναι η γνώμη του σκηνοθέτη για μένα, είναι η ευθύνη του για τα πράγματα. Ενας ολόκληρος αιώνας, ο 20ός, ήταν ο σκηνοθετικός αιώνας. Τώρα πλέον μιλάμε για τη σκηνοθετική προσέγγιση ενός έργου. Δηλαδή, ο κόσμος περιμένει από τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη κάτι καινούριο, κάτι δημιουργικό, κάτι ανάλογο με την εποχή.
Δ.Δ.: Υπάρχει κάτι καινούριο στην Ελλάδα;
Σ.Λ.: Ναι, βέβαια υπάρχει.
Δ.Δ.: Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μία από τις περιπτώσεις εκείνες που κάνουν καινούριο θέατρο;
Σ.Λ.: Ναι. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, αν δεν με απατά η μνήμη μου, έκανε την πρώτη της Επίδαυρο μαζί μου το 2017. Εγώ ως διευθυντής στο Εθνικό κι εκείνη ως σκηνοθέτις. Της έδωσα την πρώτη Επίδαυρο, αλλά και την πρώτη της σκηνοθεσία - στην Πειραματική, το 2005. Ετρεφα εκτίμηση και σεβασμό στα προσόντα της και στο ταλέντο της.
Σκηνή 8η: Ο Σαίξπηρ είναι θεός Δ.Δ.: Αυτά που διαβάζουμε για μερικούς σκηνοθέτες, δεν θέλω να πω ονόματα, ότι ταλαιπωρούν τους ηθοποιούς είναι αλήθεια;
Σ.Λ.: Δεν τα γνωρίζω.
Δ.Δ.: Δεν μπορεί να μην τα έχεις ακούσει.
Σ.Λ.: Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη για κάτι που έχω ακούσει ή διαβάσει από τις εφημερίδες. Μπορώ να μιλήσω και έχω ευθύνη γι’ αυτό που συμβαίνει στις δικές μου πρόβες.
Δ.Δ.: Δεν σου έχει τύχει να θυμώσεις με έναν ηθοποιό;
Σ.Λ.: Είμαστε άνθρωποι. Επομένως, και θα θυμώσεις και θα διαφωνήσεις. Γιατί δεν είσαι κρυμμένος πίσω από κομπιούτερ, ούτε πίσω από τραπέζι. Δεν είμαι ούτε σκηνοθέτης που κάθεται, ούτε που παρακολουθεί. Είμαι στο χαράκωμα μαζί με τους ηθοποιούς και δουλεύουμε με σηκωμένα τα μανίκια. Και θα γελάσουμε και θα χαρούμε και θα λυπηθούμε και θα φωνάξουμε και όλα.
Δ.Δ.: Και θα τσακωθείτε...
Σ.Λ.: Φυσικά, εννοείται. Αν μια σχέση είναι αληθινή, όπως στον έρωτα, έτσι και στο θέατρο, όλα συμβαίνουν. Αρκεί να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και βαθιά αγάπη.
Δ.Δ.: Εγώ έχω ακούσει περιπτώσεις, ας πούμε μιας κοπέλας που ξέρω πολύ καλά, της οποίας ο σκηνοθέτης τής είπε ότι αν δεν του κάτσει, δεν θα τη βάλει να παίξει
Σ.Λ.: Δεν με αφορά το θέμα. Αυτό προϋποθέτει μια κακή σχέση ανθρώπων, μια βρωμιά και μια χυδαιότητα. Εγώ μπορώ να μιλήσω για κάτι που έχω δει μπροστά μου. Για μένα είναι λάθος να στοχοποιεί κανείς το ίδιο το θέατρο. Βρωμιά και χυδαιότητα υπάρχουν παντού και πολύ περισσότερες. Για κάποιο λόγο, επειδή ίσως πουλάει, βγήκε το θέατρο μπροστά, με τις κακές του πλευρές. Ενώ το θέατρο είναι ο τόπος που δοξάζεται η ανθρώπινη παρουσία, οι ανθρώπινες αρετές και αξίες. Διαφωνώ στο να βγαίνει μπροστά, επειδή πουλάει, μια τέτοια πλευρά του θεάτρου. Γι’ αυτό με βλέπεις να παίρνω μια απόσταση.
Δ.Δ.: Δεν υπήρξαν κολασμένοι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τεράστιοι; Που έκαναν απίστευτα πράγματα, εξωφρενικά;
Σ.Λ.: Βάζεις και τον Σαίξπηρ μέσα σ’ αυτούς;
Δ.Δ.: Νομίζω ότι θα έβαζα και τον Σαίξπηρ.
Σ.Λ.: Εντάξει, άμα γίνει κάποιος Σαίξπηρ, του επιτρέπω.
Δ.Δ.: Αντε μπράβο. Αρα έχει ασυλία, είναι θεός ο άλλος.
Σ.Λ.: Ο Σαίξπηρ είναι θεός. Είναι ο μόνος συγγραφέας που μπορεί να σταθεί δίπλα στον Ομηρο. Και δίνω δίκιο στον Μαρωνίτη που μου άνοιξε τα μάτια.
Δ.Δ.: Τι σου είπε;
Σ.Λ.: Είχα την τιμή να με θεωρεί φίλο του, από τη στιγμή που γνωριστήκαμε μέσω της μετάφρασής του που χρησιμοποίησα στην «Ιλιάδα». Ενώ περίμενα ότι θα μου πει «ο Ομηρος είναι το παν», όμως με αυτή τη διαγώνια, απροσδόκητη ματιά που είχε για τα πράγματα μου είπε: «Μόνο ο Σαίξπηρ μπορεί να σταθεί δίπλα στον Ομηρο». Και συμφωνώ, γιατί μετά κι εγώ άνοιξα το βλέμμα μου προς τα εκεί. Λατρεύω τον Σαίξπηρ και θα ’θελα να του αφιερώσω όλη μου τη ζωή.
Δ.Δ.: Σε ό,τι αφορά τους νέους Ελληνες συγγραφείς, υπάρχει αισιοδοξία, υπάρχει μέλλον;
Σ.Λ.: Υπάρχει. Απαιτείται υπομονή, να μην περιμένουμε το αριστούργημα με τη μία. Τσέχοφ και Θέατρο Τέχνης μαζί, όπως πρωτοανέβηκε, γίνεται μία φορά στα εκατό χρόνια. Υπάρχουν συγγραφείς, και πιστεύω ότι σύντομα θα υπάρξουν κι άλλοι. Πρέπει να τους δώσουμε χώρο να δοκιμάζονται δίπλα στο θέατρο - όχι στο γραφείο τους, όχι στο δωμάτιό τους, όχι στο σπίτι τους. Η θεατρική γραφή έχει τεράστια απόσταση από τη λογοτεχνική γραφή. Πρέπει να γνωρίσουν το métier (σ.σ.: το επάγγελμα), να γνωρίσουν το θέατρο από κοντά, να γνωρίσουν τι σημαίνει «ο ηθοποιός μιλάει» και να γνωρίσουν τι σημαίνει «κρύβει τις σκέψεις του και δεν τις φανερώνει». Και ο Τσέχοφ έτσι έγραφε, πήγαινε στις πρόβες και έβλεπε και διόρθωνε, έσβηνε και έγραφε.
Σκηνή 9η: Πιστεύω πάρα πολύ στη δύναμη του κλασικού θεάτρου και στη δύναμη έργων που δεν έχουν πεθάνει Δ.Δ.: Εχει ανέβει ο Τσέχοφ στην Ελλάδα, σωστά; Λένε ότι έχει ένα χιούμορ, βγαίνει αυτό;
Σ.Λ.: Δεν έχω δει όλες τις παραστάσεις, δεν μπορώ να έχω άποψη γι’ αυτό. Εναν Τσέχοφ έχω ανεβάσει στη ζωή μου, τον «Βυσσινόκηπο» στο Κεφαλληνίας. Και παρόλο που τα σχόλια δεν ήταν αρνητικά, νομίζω ότι τα βρήκα μπαστούνια με το χιούμορ. Γιατί είναι τόσο μεγάλη η άβυσσος των συναισθημάτων που ο Τσέχωφ περιγράφει, που θα πρέπει να έχεις πολλά κότσια για να στηρίξεις αυτό το χιούμορ - χωρίς να φανείς κύμβαλον αλαλάζον και γενικώς χιουμορίστας. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ που περνάει μέσα από τον Μπέκετ.
Δ.Δ.: Κορυφαίος ο Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Πίντερ;
Σ.Λ.: Δεν είναι ένας συγγραφέας που τον γνωρίζω καλά. Δεν έχω ανεβάσει ποτέ, θα ήθελα, αλλά δεν μου έχει τύχει.
Δ.Δ.: Η Σάρα Κέιν;
Σ.Λ.: Οχι, δεν είναι ένα θέατρο που με αφορά αυτό.
Δ.Δ.: Φοβερή ακρότητα όμως, ε;
Σ.Λ.: Ναι, μια ακρότητα και μια παθολογία που δεν με αφορά.
Δ.Δ.: Εχουν ενδιαφέρον πολύ αυτά στην εποχή μας. Δεν είναι η εποχή μας έτσι;
Σ.Λ.: Είναι, αλλά στον δικό μου καθρέφτη θα ’θελα να καθρεφτίσω άλλα πράγματα της εποχής μας και όχι το πόσο σκληρή είναι.
Δ.Δ.: Μήπως είσαι πολύ ρομαντικός;
Σ.Λ.: Μπορεί.
Δ.Δ.: Λίγο παλιομοδίτης, με την καλή έννοια. Οτι κοιτάς πολύ πίσω.
Σ.Λ.: Δεν νομίζω ότι γίνεται κανείς σύγχρονος με το να δείχνει το πόσο άρρωστη είναι η κοινωνία μας. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα σύγχρονα, πολύ ενδιαφέροντα.
Δ.Δ.: Είναι κι αυτή μια πλευρά, όμως, δεν μπορούμε να την αγνοούμε.
Σ.Λ.: Σαφώς. Αλλά δεν μπορώ να τα κάνω όλα. Ας υπάρξει κάποιος άλλος που θα τα δείξει.
Δ.Δ.: Δεν είναι κυρίαρχη τώρα αυτή η πλευρά;
Σ.Λ.: Οχι, καθόλου.
Δ.Δ.: Με όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας, τις ακρότητες;
Σ.Λ.: Εντάξει, ακρότητες υπήρχαν σε κάθε εποχή.
Δ.Δ.: Μήπως είσαι λίγο κλεισμένος στον εαυτό σου, στις αξίες σου, στην ιδιωτική σου ζωή;
Σ.Λ.: Καθόλου, νομίζω ότι είμαι πολύ εξωστρεφής και απλώς δεν με ενδιαφέρει να βλέπω το ντοκιμαντέρ του πλανήτη αυτή τη στιγμή. Δεν νομίζω ότι είναι η δουλειά του θεάτρου αυτή.
Δ.Δ.: Αυτό όμως επηρεάζει το θέατρο, επηρεάζει τους ανθρώπους.
Σ.Λ.: Θα προτιμούσα να δείξω τη σκληρότητα του πλανήτη μας μέσα από ένα έργο του Σαίξπηρ και όχι κάνοντας ντοκουμέντο και δείχνοντας τη σφαγή που γίνεται στη Γάζα αυτή τη στιγμή. Δεν είναι το είδος θεάτρου που εμένα μου αρέσει. Πιστεύω πάρα πολύ στη δύναμη του κλασικού θεάτρου και στη δύναμη έργων που δεν έχουν πεθάνει. Οπότε δεν χρειάζεται να ανεβάσω Σάρα Κέιν για να αποδείξω πόσο μοντέρνος είμαι. Νομίζω ότι για κάθε σκηνοθέτη, κάθε καλλιτέχνη, έρχεται μία κατάλληλη στιγμή. Εμένα δεν έχει έρθει η στιγμή να πλησιάσω τη Σάρα Κέιν - κι ας με ενδιαφέρει το συγκεκριμένο όνομα, γιατί πιστεύω ότι πρόκειται για ένα είδος ποίησης κατά βάθος.
Δ.Δ.: Σε βλέπω κλεισμένο στον εαυτό σου, σε αυτά που πιστεύεις, στο κλασικό θέατρο
Σ.Λ.: Προτιμώ να ανεβάσω ένα έργο του Γκαίτε, του Σαίξπηρ, δεν νομίζω ότι αυτό με κάνει κλειστό. Δηλαδή αν ήμουν μουσικός και ήθελα να παίζω Μπαχ και Μπετόβεν θα σήμαινε ότι είμαι κλειστός;
Δ.Δ.: Οχι, θα μπορούσες να παίξεις και λίγο τζαζ, κακό είναι;
Σ.Λ.: Τζαζ έχω παίξει! Ανέβασα το «Berlin Alexanderplatz» πριν τρία χρόνια, που δεν είχε ανεβεί ποτέ.
Δ.Δ.: Δύσκολο πολύ. Πώς το τόλμησες αυτό;
Σ.Λ.: Το τόλμησα και ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μας, νομίζω.
Δ.Δ.: Ο Φασμπίντερ το μετέφερε στην τηλεόραση. Ορίστε, εκείνος έκανε τηλεόραση, αλλά εσύ αρνείσαι.
Σ.Λ.: Μα δεν μου το πρότεινε και κανείς. Δεν αρνούμαι, απλώς για κάθε πράγμα έρχεται μια στιγμή. Δεν είμαι έτοιμος και δεν είναι κακό να το λέει κανείς. Αλλωστε ο Φασμπίντερ σου θυμίζω ότι δεν έκανε και πάρα πολύ θέατρο. Κινηματογράφο έκανε κυρίως. Ενώ εγώ είμαι δοσμένος στο θέατρο. Και τώρα θα ασχοληθώ με ένα κείμενο πολύ ακραίο, νομίζω, και πολύ ελληνικό, που είναι το «Τρίτο στεφάνι».
Σκηνή 10η: «Οταν ανέβασα τη “Μήδεια” το 2003, πολλοί θέλανε το κεφάλι μου επί πίνακι» Δ.Δ.: Αυτοί οι μοντερνισμοί που γίνονται στην Επίδαυρο σε βρίσκουν σύμφωνο; Εχεις δει καμιά παράσταση που ήταν προκλητική;
Σ.Λ.: Για μένα δεν είναι τίποτα προκλητικό άμα είναι δικαιωμένο. Δεν με πειράζει και δεν με ενοχλεί. Πιστεύω ότι η Επίδαυρος, μαζί με το μεγαλείο της, είναι ένα θέατρο κανονικό και ως τέτοιο πρέπει να το δει κανείς, θαρραλέα και τολμηρά. Αλλωστε θυμίζω ότι όταν ανέβασα τη «Μήδεια» το 2003, πολλοί θέλανε το κεφάλι μου επί πίνακι, γιατί έκανα πράγματα που δεν είχαν ξαναγίνει μέχρι τότε.
Δ.Δ.: Δεν το θυμάμαι, με ποια ήταν;
Σ.Λ.: Με την Ταμίλα Κουλίεβα.
Δ.Δ.: Α, φοβερή η Ταμίλα. Τι έκανες που τους ενόχλησε;
Σ.Λ.: Νομίζω ότι ήταν ο τρόπος που απέδωσα τη Μήδεια, μέσα από το χιούμορ της και τη δικαίωση του Ιάσονα σε πολλά επίπεδα, τη νεανικότητα και τη φρεσκάδα του Χορού, το νερό που υπήρχε πάνω στην ορχήστρα... Δεν ξέρω αν ήταν καλή ή κακή η παράσταση, πάντως είχε καινούρια στοιχεία τα οποία εγώ όφειλα να φέρω στην Επίδαυρο, οπότε πλήρωσα και το τίμημα. Δεν είχε έρθει ακόμη ο Λούκος στο Φεστιβάλ.
Δ.Δ.: Πιστεύεις ότι το θέατρο, όπως και κάθε τέχνη, και το σινεμά και η μουσική, είναι πεδίο πειραματισμών;
Σ.Λ.: Απολύτως. Αν σταματήσει ο πειραματισμός, σταματάει η ζωντανή ανάσα του θεάτρου. Το θέατρο χρειάζεται συνεχώς να πειραματίζεται, να αλληλοαναιρείται. Είναι κάτι που κι εγώ το δοκιμάζω συνεχώς.
Δ.Δ.: Κάποιος μπορεί να το πει αυτό ασέλγεια. Οτι ασελγεί ο Λιβαθινός πάνω σε ένα κλασικό έργο.
Σ.Λ.: Ε, ας το πει. Είμαστε ανοιχτοί σε όλα αυτά. Ο θεατής τελικά αποφασίζει.
Δ.Δ.: Ο θεατής; Δεν είναι ο χρόνος;
Σ.Λ.: Ο χρόνος είναι στον κινηματογράφο. Στο θέατρο, ευτυχώς ή δυστυχώς, έχουμε ζωντανούς θεατές και αυτοί οι θεατές με αφορούν.
Δ.Δ.: Δηλαδή αν μια παράσταση δεν πάει καλά με το κοινό, δεν είναι καλή παράσταση;
Σ.Λ.: Επειδή ακριβώς υπάρχει μια πληθώρα παραστάσεων, πιστεύω ότι συνήθως οι παραστάσεις που έχουν κάτι να πουν αργά ή γρήγορα βρίσκουν τον θεατή τους. Εγώ έκανα μια εντελώς ανατρεπτική, κάπως πειραματική ανάγνωση του «Ημερολογίου ενός τρελού», πρόσφατα. Μου έκανε εντύπωση πόσους νέους ανθρώπους άγγιξε αυτό.
Δ.Δ.: Ο ηθοποιός πληρώνεται σήμερα στο θέατρο; Μπορεί να ζήσει από αυτό;
Σ.Λ.: Παίρνει λίγα, δυστυχώς.
Δ.Δ.: Αρα για να γίνεις ηθοποιός και να το παλέψεις, πρέπει συνέχεια κάποιος να σου δίνει χρήματα, να έχεις μια οικογένεια που να σε τροφοδοτεί, να κάνεις μια άλλη δουλειά; Πώς θα ζει κάποιος με 700 ευρώ;
Σ.Λ.: Δεν είναι 700 ευρώ μόνο, υπάρχουν και καλύτεροι μισθοί ευτυχώς, αλλά σίγουρα δεν φτάνουν για να ζήσει κανείς.
Δ.Δ.: Οι πρόβες πληρώνονται; Οχι.
Σ.Λ.: Υπάρχουν κάποια θέατρα που πληρώνουν πρόβες, προς τιμήν τους, και ελπίζω αυτό να γενικευθεί.
Δ.Δ.: Εκμεταλλεύονται το ταλέντο και το πάθος, το ψώνιο των ανθρώπων. Συμβαίνει αυτό.
Σ.Λ.: Πάντοτε συνέβαινε, δεν συμβαίνει τώρα.
Eπίλογος: «Προστατεύω το επάγγελμά μου και την ηθική του επαγγέλματος, είναι δυνατόν να συμφωνήσω με μια χυδαιότητα;»
Δ.Δ.: Δεν είναι πάρα πολλοί οι ηθοποιοί;
Σ.Λ.: Υπάρχει μία πληθώρα νέων ηθοποιών που βγαίνουν από τις σχολές, όλο και περισσότεροι. Πώς θα δουλέψουν και πού και με τι συνθήκες;
Δ.Δ.: Δεν έχουν δικαίωμα αυτοί να θέλουν να γίνουν ηθοποιοί; Εσύ πας να κάνεις μια λογική επιχειρηματολογία, αλλά ο νέος άνθρωπος έχει ένα πάθος, δεν κάνει στατιστική.
Σ.Λ.: Δεν χρειάζεται τότε η σχολή, ας βγαίνει μόνο με το πάθος.
Δ.Δ.: Οχι, η σχολή χρειάζεται να τον εκπαιδεύσει για τη μέθοδο. Ομως ο ίδιος δεν μπορεί να κάθεται να σκέφτεται ότι υπάρχουν τόσοι ηθοποιοί, ότι είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός.
Σ.Λ.: Εχει ελπίδες. Ζει με μια ελπίδα.
Δ.Δ.: Δεν έχει λοιπόν δικαίωμα αυτός;
Σ.Λ.: Φυσικά. Αλλά η ζωή είναι πιο σκληρή και πιο άδικη.
Δ.Δ.: Καλό θα του κάνει. Η δοκιμασία θα τον βοηθήσει. Αυτή είναι η ζωή. Κι εσύ έγινες ηθοποιός επειδή ο Κατράκης ήταν θείος σου. Είπες θέλω να γίνω ηθοποιός, σκηνοθέτης, βρέθηκες στη Μόσχα... Και στη Μόσχα βρέθηκες σ’ ένα κουκούλι προστασίας. Εδώ στον καπιταλισμό δεν υπάρχει κουκούλι προστασίας, όταν σε αμολήσουν στην ελεύθερη αγορά, ο σκηνοθέτης σού λέει: «Αν δεν κάτσεις, δεν έχεις ρόλο».
Σ.Λ.: Οχι, δεν είναι έτσι, διαφωνώ.
Δ.Δ.: Δεν το ομολογείς, το προστατεύεις.
Σ.Λ.: Φυσικά και το προστατεύω. Προστατεύω το επάγγελμά μου και την ηθική του επαγγέλματος, είναι δυνατόν να συμφωνήσω με μια χυδαιότητα; Εχουν υπάρξει παραδείγματα Ελλήνων σκηνοθετών και υπάρχουν ακόμα. Των παρόντων εξαιρουμένων, υπάρχει ο Βολανάκης, υπάρχει ο Ροντήρης, υπάρχουν τόσοι και τόσοι, ο Σολομός, ο Μουζενίδης, ο Ευαγγελάτος, υπάρχει παράδοση Ευρωπαίων σκηνοθετών, οι οποίοι υπηρέτησαν το θέατρο και δημιούργησαν ρεύμα και προχώρησαν το θέατρο μπροστά. Τι σχέση έχει αυτό με το αν θα παραβιάσουν την αξιοπρέπεια ενός αγοριού, ενός κοριτσιού; Αν δεν αγαπάς τους ηθοποιούς και τους ανθρώπους, μην το κάνεις.
Προτού αποχαιρετιστούμε και πριν αρχίσει να διανύει με τα πόδια πέντε με εφτά χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι του, πρόλαβα να τον ρωτήσω ποια ήταν η χειρότερη στιγμή του.
Σ.Λ.: Οταν μετά τον θρίαμβο της «Φόνισσας» με την Μπέττυ Αρβανίτη αποφάσισα να ανεβάσω «Βρικόλακες» του Ιψεν. Ηταν για πέταμα.
Φεύγοντας πρόλαβε να μου πει δυο λόγια για την προσωπική του ζωή. Δύο φορές νυμφευμένος. Η πρώτη σύζυγος η Μάσα, μια Ρωσογεωργιανή που τώρα, ως πιανίστα, βρίσκεται στην Ισπανία. Η δεύτερη, η Γιολάντα Μαρκοπούλου, στη σκηνοθεσία κι αυτή. Δεν τελείωσα. Δύο κόρες από τη Μάσα, η μεγαλύτερη 39 ετών. Δύο κόρες και με τη Γιολάντα. Η μικρότερη μόλις 8 και κάτι μηνών. Το θέατρο είναι «ουδέτερο», όμως ο Στάθης στην προσωπική του διαδρομή πορεύεται με το θηλυκό. Αμετανόητα ρομαντικός. Αμετανόητα προσηλωμένος στο κλασικό ρεπερτόριο. Και αμετανόητα αξιοπρεπής!

Comments